οὐρεσίφοιτος

οὐρεσίφοιτος
οὐρεσί-φοιτος, die Berglilien

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ουρεσίφοιτος — οὐρεσίφοιτος, ον (Α) (ποιητ. τ.) βλ. ορεσίφοιτος …   Dictionary of Greek

  • οὐρεσίφοιτος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρεσίφοιτον — οὐρεσίφοιτος masc/fem acc sg οὐρεσίφοιτος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρεσιφοίτων — οὐρεσίφοιτος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρεσίφοιτα — οὐρεσίφοιτος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρεσίφοιτοι — οὐρεσίφοιτος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορείφοιτος — ὀρείφοιτος και ὀρεσίφοιτος και οὐρεσίφοιτος ον (Α) αυτός που περπατεί, που συχνάζει στα όρη (α. «ὀρείφοιτοι ποιμένες», Βάβρ. β. «ὀρείφοιτα θηρία», Βάβρ. γ. «ὀρείφοιτοι Βάκχαι», Κορνούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρεσι (βλ. λ. όρος [II]) + φοιτος… …   Dictionary of Greek

  • ορεσίφοιτος — ὀρεσίφοιτος και οὐρεσίφοιτος, ον (Α) βλ. ὀρείφοιτος· …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”